- κλινόμενοι
- κλῑνόμενοι , κλίνωsráyatipres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύβιτον — κύβιτον, τὸ (Α) 1. ο αγκώνας («μετά δέ τὸν βραχίονα, ἀγκὼν τὸ σύμπαν ἄρθρον, καὶ τὸ ὀξύ, ἐφ οὗ κλινόμενοι στηριζόμεθα οἱ δὲ ὠλέκρανον καλοῡσι, Δωριεῑς δὲ οἱ ἐν Σικελίᾳ κύβιτον», Ιπποκρ.) 2. μονάδα μήκους ίση με την απόσταση από τον αγκώνα ώς την… … Dictionary of Greek